- αμαυρόβιος
- ἀμαυρόβιος, -ον (Α)αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρός + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμαυρόβιοι — ἀμαυρόβιος living in darkness masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek